Δεν περνούσαν οι μέρες,
τα σύννεφα ήταν που έφευγαν,
έτρεχαν μακριά και ξαναγύριζαν
μ’ άλλες,άγνωστες μορφές.
Ήταν το φως που περνούσε ανάμεσά τους
κι άλλαζε το χρώμα στα μάτια του.
Μέσα από τα μάτια του ξεχνούσαν
να φύγουν οι μέρες.
Και γίνονταν σύννεφα.